Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αθωρικός — ή, ο [Αθώρ] ο σχετικός με τη θεά Αθώρ λέγεται για τον ρυθμό τών αιγυπτιακών κιόνων, χαρακτηριστικό των οποίων αποτελούν τα τετράπλευρα κιονόκρανα, που φέρουν ως διακόσμηση, σε κάθε μία από τις τέσσερεις πλευρές, ένα από τα πρόσωπα τής θεάς Αθώρ … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
Αθύρ — Ο τρίτος μήνας του αιγυπτιακού ηλιακού ημερολογίου. Περιλαμβανόταν στην πρώτη τετραμηνία και αντιστοιχεί προς τη χρονική περίοδο από 28 Οκτωβρίου έως 26 Νοεμβρίου. Ο Πλούταρχος γράφει για τον μήνα αυτό ότι είναι σπόριμος. Το όνομά του προέρχεται… … Dictionary of Greek
Αλιλάτ — Αραβική ονομασία της ουράνιας Αφροδίτης, σύμφωνα με μαρτυρία του Ηροδότου. Η θεά αυτή λατρευόταν από τους Άραβες παράλληλα με τον Διόνυσο (Οροτάλ). Στον αποκρυφισμό, η Α. ταυτίζεται με τη Σελήνη, κάτι που δικαιολογείται, αφού ανέκαθεν οι θηλυκές… … Dictionary of Greek
Βααλάθ ή Βααλάτ — Θεότητα των Φοινίκων και των Χαναναίων. Λατρευόταν μαζί με τον σύντροφό της Βάαλ ως θεά της γονιμότητας και η λατρεία της απαιτούσε ανθρωποθυσίες. Εμφανίζεται σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας με διαφορετικά ονόματα, όπως Αστάρτη, Ανάθ, Ασσερά.… … Dictionary of Greek
Ίσιδα — Αιγυπτιακή θεότητα, προστάτιδα της Αλεξάνδρειας και ιδιαίτερα των ναυτικών, οι οποίοι διέδωσαν τη λατρεία της σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος την ταύτιζε με τη θεά Δήμητρα. Τιμήθηκε πολύ στην αρχαία Ρώμη. Από το 59 π.Χ., όμως, η… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιδρύματος Πιερίδη (Λάρνακας Κύπρου) — Ένα από τα λίγα διατηρημένα αρχοντικά του πρώτου μισού του 19ου αι. στη Λάρνακα (Ζήνωνος Κιτιέως 4) φιλοξενεί την πλούσια συλλογή με αρχαιολογικά αντικείμενα, μεσαιωνικές χαλκογραφίες και χάρτες της Κύπρου, σπάνια βιβλία και αντικείμενα κυπριακής … Dictionary of Greek
Νηίθ — Θεά της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα. Ήταν πιθανότατα λιβυκής καταγωγής και λατρευόταν κυρίως στη Σαΐδα. Η λατρεία της επικράτησε στα χρόνια της 26ης δυναστείας και, μαζί με τον Όσιρι και τον Ώρο, αποτέλεσε θεϊκή τριάδα. Τη θεωρούσαν θεά παρθένα … Dictionary of Greek
Ντεντέρα — (αραβ. Νταντάρα). Κωμόπολη της Άνω Αιγύπτου, κοντά στα ερείπια της αρχαίας Τεντύρας. Κατά τη φαραωνική περίοδο υπήρχε εκεί ναός αφιερωμένος στην Αθώρ, θεά του χορού, της μουσικής και του έρωτα, που ταυτίστηκε γι’ αυτό με την Αφροδίτη. Ο ναός… … Dictionary of Greek